- κενοδρομώ
- κενοδρομῶ -έω (Α)(κυρ. στην αστρολ., για αστρικά σώματα) τρέχω μόνος, τρέχω χωρίς συνοδεία, χωρίς δορυφόρους («ἐν γενέθλῃσι κενοδρομέουσα Σελήνη», Μαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)-* + -δρομῶ (< -δρόμος < δρόμος), πρβλ. κυνο-δρομώ, πελαγο-δρομώ].
Dictionary of Greek. 2013.